- εὐλάλου
- εὔλαλοςsweetly-speakingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλαλία — I (αρχές 4ου αι.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Είναι μία από τις λαοφιλείς αγίες της Ισπανίας, προπάντων στο Οβιέδο και στην ευρύτερη περιοχή του. Μαρτύρησε στη φωτιά επί Διοκλητιανού. Θεωρείται πολιούχος της Βαρκελώνης, όπου βρίσκεται το… … Dictionary of Greek
Παλαιό Όλβιο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευλάλου … Dictionary of Greek